- σύμβροχος
- -ον, Ακαταβρεγμένος, διαβρεγμένος, βρεγμένος μούσκεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -βροχος (< βρέχω), πρβλ. ἐπί-βροχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβροχώ — έω, Α [σύμβροχος] 1. συμβρέχω* 2. παθ. συμβροχοῡμαι, έομαι (για έδαφος) ποτίζομαι καλά … Dictionary of Greek